- μελιγενέτωρ
- μελιγενέτωρ, -ορος, ὁ (Α)(ως επίθετο τού Διός, τού Ηλίου, τού Μίθρα και τού Σαράπιδος) αυτός που παράγει μέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γενέτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek